Λεβίτσκι, Ντμίτρι Γκριγκόριεβιτς — (Κίεβο 1735 ή 1737 – Αγία Πετρούπολη 1822). Ρώσος ζωγράφος. Αρχικά μαθήτευσε κοντά στον χαράκτη πατέρα του, με τον οποίο θεωρήθηκε ότι συνεργάστηκε για τις τοιχογραφίες του καθεδρικού ναού του Αγίου Ανδρέα στο Κίεβο. Ευνοούμενος προσωπογράφος της … Dictionary of Greek
Κραμσκόι, Ιβάν Νικολάγεβιτς — (Ivan Nikolaevich Kramskoy, Oστρογκόζκ 1837 – Αγία Πετρούπολη 1887). Ρώσος ζωγράφος, χαράκτης και κριτικός τέχνης. Γόνος μικροαστικής οικογένειας, ο Κ. σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης και κατέστη ο ιδεολογικός ηγέτης του … Dictionary of Greek
εικόνα, φορητή — Ζωγραφικός πίνακας πάνω σε σανίδα, με παραστάσεις σκηνών και μορφών της χριστιανικής θρησκείας. Οι φ.ε. διακρίνονται βασικά σε δύο είδη: στις λατρευτικές και στις διδακτικές. Οι πρώτες απεικονίζουν ιερά πρόσωπα, οι δεύτερες περιέχουν σκηνές από… … Dictionary of Greek
Βρούμπελ, Μιχαήλ — (Mikhail Vrubel, Σιβηρία 1856 – Πετρούπολη 1910). Ρώσος ζωγράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης. Επισκέφθηκε πολλές φορές την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα και την Ελβετία. Τα έργα του προβάλλουν προβλήματα της… … Dictionary of Greek
Γκόρκι, Μαξίμ — (Maksim Gorky, Νίζνι Νόβγκοροντ 1868 – Μόσχα 1936). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέσκοφ. Ήταν γόνος οικογένειας βιοτεχνών. Έχασε μικρός τους γονείς του και έζησε τα παιδικά του χρόνια στο σπίτι των γονιών της μητέρας … Dictionary of Greek
Κλοντ, Μιχαήλ Κονσταντίνοβιτς — (Mikhail Konstantinovich Klodt, 1833 – 1902). Ρώσος ζωγράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης (1851 58) και υπήρξε μαθητής του Βορομπιόφ. Ο Κ. υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συνδέσμου περιφερειακών εκθέσεων ζωγραφικής. Από το … Dictionary of Greek
Κουίντζης, Άρχιππος Ιβάνοβιτς — (Μαριανούπολη, Ρωσία 1842 – 1910). Ζωγράφος. Γιος φτωχών Ελλήνων, υπήρξε για ένα διάστημα υπηρέτης του Ρώσου ζωγράφου Αϊβαζόφσκι. Ο Κ., που αναφέρεται και με το επώνυμο Κουϊτζής, ήταν αυτοδίδακτος, αλλά η συμβολή του στην άνθηση της ρωσικής… … Dictionary of Greek
Μαξίμοφ, Βασίλι Μαξίμοβιτς — (Vasily Maximovich Maximov, Λοπίνο 1844 – Αγία Πετρούπολη 1911). Ρώσος ιμπρεσιονιστής ζωγράφος. Μαθήτευσε σε ιδιωτικό ατελιέ (1855 62) και παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης (1863 66). Από το 1872 ήταν μέλος… … Dictionary of Greek
Μουσόργκσκι, Μόντεστ Πέτροβιτς — (Καρέβο, Πσκοφ 1839 – Πετρούπολη 1881). Ρώσος συνθέτης. Κατευθύνθηκε από τη μητέρα του στη σπουδή του πιάνου, αλλά υποχρεώθηκε να παραμελήσει την πρώιμη κλίση του για τη μουσική, για να ικανοποιήσει την επιθυμία του πατέρα του, που τον ώθησε στην … Dictionary of Greek
Σοκόλοφ, Πετρ Πέτροβιτς — Ρώσος ζωγράφος και σχεδιαστής (;1821 1899). Ήταν γιος του υδατογράφου Πέτερ Φεντόροβιτς (;1791 Πετρούπολη 1848). Φιλοτέχνησε πολυάριθμες προσωπογραφίες με σπουδαιότερη εκείνην του πρίγκιπα Τρουμπετσκόι (Πινακοθήκη Τρετιακόφ, Μόσχα) καθώς και… … Dictionary of Greek