Τρετιακόφ Πινακοθήκη

Τρετιακόφ Πινακοθήκη
Μια από τις μεγαλύτερες πινακοθήκες της Ρωσίας, με πίνακες αποκλειστικά Ρώσων καλλιτεχνών, που βρίσκεται στη Μόσχα. Ιδρυτής της ήταν ο Μοσχοβίτης μαικήνας και συλλέκτης ζωγραφικών πινάκων, έμπορος Πάβελ Μιχαήλοβιτς Τ. (1832-1898), που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκλαΐκευση της ρωσικής ρεαλιστικής ζωγραφικής. Το 1892 ο Τ. δώρισε την πινακοθήκη του μαζί με τη συλλογή πινάκων του αδελφού του στην πόλη της Μόσχας. Η πινακοθήκη Τ. εθνικοποιήθηκε το 1918 και από τότε συμπληρώνεται με πίνακες που αγοράζει το κράτος. Στις συλλογές της περιλαμβάνεται πλούσια σειρά φορητών εικόνων του 11ου-17ου αι. και πολλοί πίνακες Ρώσων ζωγράφων του 18ου, 19ου αι. και των αρχών του 20ού αι. Υπάρχουν επίσης έργα της πολυεθνικής σοβιετικής ζωγραφικής καθώς και χαρακτικά και γλυπτά. Τα εκθέματα είναι περίπου 40.000. Την πινακοθήκη επισκέπτονται 2 εκατ. άτομα τον χρόνο. Στην πινακοθήκη υπάρχει άρτιο συνεργείο αποκατάστασης των πινάκων. Το κυβερνητικό μέγαρο του Τρέντον στο Ν. Τζέρσευ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λεβίτσκι, Ντμίτρι Γκριγκόριεβιτς — (Κίεβο 1735 ή 1737 – Αγία Πετρούπολη 1822). Ρώσος ζωγράφος. Αρχικά μαθήτευσε κοντά στον χαράκτη πατέρα του, με τον οποίο θεωρήθηκε ότι συνεργάστηκε για τις τοιχογραφίες του καθεδρικού ναού του Αγίου Ανδρέα στο Κίεβο. Ευνοούμενος προσωπογράφος της …   Dictionary of Greek

  • Κραμσκόι, Ιβάν Νικολάγεβιτς — (Ivan Nikolaevich Kramskoy, Oστρογκόζκ 1837 – Αγία Πετρούπολη 1887). Ρώσος ζωγράφος, χαράκτης και κριτικός τέχνης. Γόνος μικροαστικής οικογένειας, ο Κ. σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης και κατέστη ο ιδεολογικός ηγέτης του …   Dictionary of Greek

  • εικόνα, φορητή — Ζωγραφικός πίνακας πάνω σε σανίδα, με παραστάσεις σκηνών και μορφών της χριστιανικής θρησκείας. Οι φ.ε. διακρίνονται βασικά σε δύο είδη: στις λατρευτικές και στις διδακτικές. Οι πρώτες απεικονίζουν ιερά πρόσωπα, οι δεύτερες περιέχουν σκηνές από… …   Dictionary of Greek

  • Βρούμπελ, Μιχαήλ — (Mikhail Vrubel, Σιβηρία 1856 – Πετρούπολη 1910). Ρώσος ζωγράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης. Επισκέφθηκε πολλές φορές την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα και την Ελβετία. Τα έργα του προβάλλουν προβλήματα της… …   Dictionary of Greek

  • Γκόρκι, Μαξίμ — (Maksim Gorky, Νίζνι Νόβγκοροντ 1868 – Μόσχα 1936). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέσκοφ. Ήταν γόνος οικογένειας βιοτεχνών. Έχασε μικρός τους γονείς του και έζησε τα παιδικά του χρόνια στο σπίτι των γονιών της μητέρας …   Dictionary of Greek

  • Κλοντ, Μιχαήλ Κονσταντίνοβιτς — (Mikhail Konstantinovich Klodt, 1833 – 1902). Ρώσος ζωγράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης (1851 58) και υπήρξε μαθητής του Βορομπιόφ. Ο Κ. υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συνδέσμου περιφερειακών εκθέσεων ζωγραφικής. Από το …   Dictionary of Greek

  • Κουίντζης, Άρχιππος Ιβάνοβιτς — (Μαριανούπολη, Ρωσία 1842 – 1910). Ζωγράφος. Γιος φτωχών Ελλήνων, υπήρξε για ένα διάστημα υπηρέτης του Ρώσου ζωγράφου Αϊβαζόφσκι. Ο Κ., που αναφέρεται και με το επώνυμο Κουϊτζής, ήταν αυτοδίδακτος, αλλά η συμβολή του στην άνθηση της ρωσικής… …   Dictionary of Greek

  • Μαξίμοφ, Βασίλι Μαξίμοβιτς — (Vasily Maximovich Maximov, Λοπίνο 1844 – Αγία Πετρούπολη 1911). Ρώσος ιμπρεσιονιστής ζωγράφος. Μαθήτευσε σε ιδιωτικό ατελιέ (1855 62) και παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης (1863 66). Από το 1872 ήταν μέλος… …   Dictionary of Greek

  • Μουσόργκσκι, Μόντεστ Πέτροβιτς — (Καρέβο, Πσκοφ 1839 – Πετρούπολη 1881). Ρώσος συνθέτης. Κατευθύνθηκε από τη μητέρα του στη σπουδή του πιάνου, αλλά υποχρεώθηκε να παραμελήσει την πρώιμη κλίση του για τη μουσική, για να ικανοποιήσει την επιθυμία του πατέρα του, που τον ώθησε στην …   Dictionary of Greek

  • Σοκόλοφ, Πετρ Πέτροβιτς — Ρώσος ζωγράφος και σχεδιαστής (;1821 1899). Ήταν γιος του υδατογράφου Πέτερ Φεντόροβιτς (;1791 Πετρούπολη 1848). Φιλοτέχνησε πολυάριθμες προσωπογραφίες με σπουδαιότερη εκείνην του πρίγκιπα Τρουμπετσκόι (Πινακοθήκη Τρετιακόφ, Μόσχα) καθώς και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”